- ῥιζῶ
- ῥιζόωcause to strike rootpres subj act 1st sgῥιζόωcause to strike rootpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ριζώ — όω, ΜΑ βλ. ριζώνω … Dictionary of Greek
'ρίζω — ἐρίζω , ἐρίζω strive pres subj act 1st sg ἐρίζω , ἐρίζω strive pres ind act 1st sg ἐρίζω , ῥιζόω cause to strike root imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριζώνω — ῥιζῶ όω, ΝΜΑ [ρίζα] 1. (για φυτό) πιάνω ρίζες, ριζοβολώ, απλώνω τις ρίζες μου και στηρίζομαι 2. μτφ. α) ενεργ. στερεώνω, θεμελιώνω, σταθεροποιώ κάτι, στηρίζω με ασφάλεια κάτι β) (αμτβ.) θεμελιώνομαι, στερεώνομαι, σταθεροποιούμαι νεοελλ. μτφ. (για … Dictionary of Greek
ναναρίζω — νανουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νανά + κατάλ. ρίζω (πρβλ. κακα ρίζω, νιαου ρίζω)] … Dictionary of Greek
μιαουρίζω — και μιαουλίζω (Μ μιαουρίζω και μιαουλίζω και μιαγουρίζω) νιαουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. μιάου + κατάλ. ρίζω (πρβλ. νιαου ρίζω)] … Dictionary of Greek
μουγκρίζω — και μουγγρίζω (ΑΜ μουγκρίζω, Μ και μογκρίζω) 1. (για ταύρους και άγρια θηρία) μυκώμαι, βρυχώμαι, αφήνω παρατεταμένη και υπόκωφη φωνή 2. μτφ. για πρόσ.) φωνάζω δυνατά από τους πόνους, ουρλιάζω ή εκπέμπω βαθύ και υπόκωφο ήχο με σφιγμένα χείλη… … Dictionary of Greek
νιαουρίζω — 1. (για γάτα) κάνω νιάου νιάου 2. (για πρόσ.) μιλώ με φωνή μονότονη και ενοχλητική ή κλαίω με τρόπο που θυμίζει νιαούρισμα γάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., από την κραυγή τής γάτας νιάου νιάου + κατάλ. ρίζω (πρβλ. μιαου ρίζω)] … Dictionary of Greek
ταχταρίζω — Ν κουνώ πάνω κάτω βρέφος, το οποίο κρατώ στην αγκαλιά μου, για να τό καθησυχάσω ή να τό διασκεδάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάχτι + κατάλ. ρίζω (πρβλ. νιαου ρίζω)] … Dictionary of Greek
rezema — REZEMÁ, reázem, vb. I. 1. tranz. şi refl. A (se) aşeza astfel încât să fie susţinut de ceva: a (se) sprijini, a (se) propti. ♢ expr. (tranz.; fam.) A rezema pereţii (sau peretele) = a nu lua parte la dans, la joc; a nu face nimic. 2. refl. fig. A … Dicționar Român
διισχυρίζω — διισχῡρίζω , διισχυρίζομαι lean upon pres subj act 1st sg διισχῡρίζω , διισχυρίζομαι lean upon pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)